- οἰνοχοϊκός
- οἰνοχο-ϊκός, ή, όν,A of or for an οἰνοχόος, Hld.7.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οινοχοϊκός — οἰνοχοϊκός, ή, όν (Α) [οινοχόος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οινοχόο («πειρωμένου ὑφηγεῑσθαι τῶν οἰνοχοϊκῶν», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek
οἰνοχοικῶν — οἰνοχοικός of fem gen pl οἰνοχοικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)